24 Ιανουαρίου 2013

Ο πίνακας - Σταματική Κουτσογιαννοπούλου

            Ήταν ένας ζωγράφος διάσημος, του οποίου το ταλέντο είχε   αναγνωριστεί προ του θανάτου του. Μεγάλη τύχη μα και τί βάρος, ειδικά τις μέρες εκείνες, τις μέρες της προετοιμασίας των εκθέσεων.
Οι πίνακές του λάμβαναν κριτικές αντιφατικές,  άλλοι τους αγαπούσαν, άλλοι αγαπούσαν να τους μισούν και μερικοί απλά δεν μπορούσαν να τους καταλάβουν.
            Εκείνος αδιαφορούσε για τα συναισθήματα τα οποία  η τέχνη του προκαλούσε στους τρίτους, αρκούσε ότι  την έβρισκε αυτός απλά θεϊκή. Ένα μόνο τον  απασχολούσε: να  αποτυπώσει στον καμβά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο,  αυτό που  είχε  στο μυαλό !
            Την περίοδο του δημιουργικού  του οίστρου το μόνο που έκανε ήταν να ονειρεύεται και να ζωγραφίζει. Ένα πρωινό μετά από ύπνο βαθύ και ανήσυχο, φόρεσε την ποδιά του, πήρε την παλέτα του και άρχισε να σχεδιάζει.
            Με ένα ποτάμι χώρισε τον πίνακα σε δύο ορθογώνια τρίγωνα. Στην πάνω γωνία έφτιαξε μικρά τετράγωνα και  σε κάθε ένα από αυτά  , σε διάταξη ντόμινο,  μεγάλα χαρτόκουτα με πόρτες μεγάλες και παράθυρα πολλά. Το φόντο του είχε χρώμα  μπλε βαθύ και λίγο μοβ, έναν ουρανό δηλαδή άγριο  στον οποίο ελάχιστο χώρο φύλαξε για τις ακτίνες του ήλιου. Δέντρα πολλά μα και κήποι δεν υπήρχαν παρά μόνο τσιμέντο και τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι. Η πόλη  όμως δεν φαινόταν τρομακτική! Θα μπορούσες να την περιγράψεις ως κράμα από φως και σκοτάδι,  θέατρα και ξενυχτάδικα, τεράστια εμπορικά κέντρα και βιβλιοθήκες, εστιατόρια και γυμναστήρια, πολυεθνικές εταιρείες και μικρές επιχειρήσεις… Θαρρούσες ότι στα λίγα  αυτά εκατοστά του πίνακα, χώρεσε ένα σύγχρονο αστικό κέντρο, με όλο το μεγαλείο και την μιζέρια που αυτό κουβαλά!
            Του πήρε αρκετή ώρα να ψάχνει στο κουτί των χρωμάτων. Ήθελε ένα κίτρινο λαμπερό, εκτυφλωτικό και το βρήκε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε το πινέλο του το φαρδύ και έβαψε το δεύτερο τρίγωνο από την μια άκρη ως την άλλη. Η μονοτονία έσπασε με πράσινα δέντρα, λίμνες βαθυγάλανες, καφέ λόφους και άπειρα λιλά αγριολούλουδα.  Πάνω στους κορμούς των δέντρων, από τις φυλλωσιές μικρές καλύβες πρόβαλλαν και έτσι ολοκλήρωσε την παραμυθένια αυτήν εικόνα στην οποία δεν ζωγράφισε τίποτε παρά μόνο πέντε σπίτια.  Δεν χωρούσε αμφιβολία, το τοπίο αυτό ήταν υπέροχο!
¨Και τώρα οι κάτοικοι¨ μουρμούρισε, ¨ένας ποντικός για το χωριό και ένας  για την πόλη¨.
Ζωγράφισε το πρώτο το ποντίκι μεγαλό σε διαστάσεις. Φαινόταν ότι σφύζει από υγεία, το στέρνο του ήταν πλατύ και πίσω από αυτό μπορούσες να διακρίνεις δύο ογκώδη πνευμόνια τα οποία αχόρταγα αποθήκευαν, τί άλλο καθαρό αέρα. Το χρώμα του ήταν λαδί, τα άκρα του γερά, αλλά σκασμένα από τις χειρονακτικές δουλειές. Τα μάγουλα του ήταν ροδοκόκκινα και φουσκωτά, μα  τα μάτια του μικρά με σχήμα αμυγδαλωτό και χρώμα γκρι. Στην πλάτη του φορούσε ένα ημερολόγιο  γεμάτο άδειες σελίδες!
Ζωγράφισε και το δεύτερο, σχεδόν καχεκτικό, το οποίο όμως φαινόταν ότι σφύζει από ζωή. Το στέρνο του ήταν στενό, μα πάνω σ΄αυτό δέσποζε μια κόκκινη καρδιά, η οποία αχόρταγα αποθήκευε, τί άλλο εμπειρίες. Το χρώμα του ήταν γκρι, τα άκρα του δύσμορφα, αλλά τα νύχια  του περιποιημένα. Τα μάγουλα του ήταν ρουφηγμένα, μα τα μάτια του μεγάλα ολοστρόγγυλα και γεμάτα χρώματα. Την πλάτη του βάραινε ένα ρολόι γεμάτο δείκτες!
Τα ποντίκια τα τοποθέτησε στην κοίτη του ποταμού, το ένα αντιμέτωπο με το άλλο, ο ένας ποντικός επίμονα τον άλλο κοίταζε. Στο ποτάμι ζωγράφιζε κύματα, πύρινες γλώσσες και  ψάρια με δόντια κοφτερά!
Στις τελευταίες πινελιές έπιασε τον εαυτό του να σιγοτραγουδά ¨ανέβηκα στην πιπεριά και είδα ένα ποντίκι, το κοίταξα καλά καλά και σου έμοιαζε στην μύτη. Γω γω γω, συ συ συ ποιό ποντίκι είσαι εσύ?¨.
Για την ιστορία,  η τελική λεπτομέρεια  ήταν το στόμιο μίας τεράστιας φάκας σε όλη την περίμετρο του πίνακα…


Δεν υπάρχουν σχόλια: