24 Ιανουαρίου 2013

Η γιαγιά Ραμπελία - Μαριέττα Κόντου

«Αγαπημένε μου Δαμιανέ, η γιαγιά χάθηκε».
Από τότε που η μαμά έμαθε να στέλνει μηνύματα εγώ έχω χάσει την ησυχία μου. 
Χάθηκε; Πώς χάθηκε, πότε την είδε τελευταία φορά; Πανικοβλήθηκα. Σκέφτηκα τη γιαγιά μόνη στο χωριό να περιπλανιέται στα σοκάκια και να μη βρίσκει το δρόμο για τη τρύπα της, νηστική και κουρασμένη. Η γιαγιά Ραμπελία ήταν πάντα αφηρημένη, τον τελευταίο καιρό όμως το κακό  παράγινε, ξεχνούσε ακόμη και τ’ όνομά της, που είχε κρύψει το φαγητό της, κυνηγούσε την ουρά της νομίζοντας πως είναι ο Σιρανό, ο γάτος του μπακάλη και όταν επιτέλους τη έπιανε τη μαδούσε με ανησυχητική ικανοποίηση. Τα σκέφτηκα όλα αυτά και ανατρίχιασα. Τίποτα, έπρεπε να τη βρω και να τη φέρω μαζί μου. Εδώ τουλάχιστον θα την πρόσεχα, θα μοιραζόμουν μαζί της τη τροφή και την άνετη τρύπα μου, τέλοσπαντων θα’ ταν αλλιώς.
Περίμενα να φύγουν όλοι από το γραφείο και όταν έκλεισε και το τελευταίο φώς, έβγαλα τη μουσούδα μου έξω από το ντουλάπι. Όλα ήσυχα. Κανονικά, μια άλλη μέρα θα καθόμουν να ευχαριστηθώ τη τυρόπιτα που είχε πετάξει ο κύριος Τάσος στα σκουπίδια. Δυστυχώς δεν προλάβαινα. Πέρασα από δίπλα, ρούφηξα μια γενναία μυρωδιά τυριού και κατέβηκα από το φωταγωγό. Στα τελευταίο μέτρο στραβογλύστρισα, έχασα τη ισορροπία μου-ζαλισμένος ακόμη από τη τυρίλα- και έπεσα με δύναμη στο πεζοδρόμιο. Κατευθείαν στα πόδια της…γιαγιάς Ραμπελίας!
-Γιαγιά; Ξεφώνισα με απορία και ανακούφιση.
-Τι κάνεις εσύ εδώ; Πως με βρήκες;
-Απ΄τη μυρωδιά σου, αγόρι μου. Είπε η γιαγιά και εγώ έλιωσα από τη συγκίνηση, όπως το τυρί στη τυρόπιτα.
Σκέφτηκα πως τελικά, μπορεί η γιαγιά να έχανε τη μνήμη της αλλά όχι και τη ικανότητα να μυρίζει τα πάντα!
Την ανέβασα επάνω και της έδειξα με πολύ καμάρι το γραφείο μου, το κρεβάτι μου στο ντουλάπι με τα χαρτιά Α4 κάτω από αυτό με τους καφέδες. Της μίλησα με ενθουσιασμό για τους υπολογιστές, το πληκτρολόγιο, το internet και  το θαύμα του να μπορώ να μιλώ με ποντίκια από άλλα μέρη κι άλλες γειτονιές χωρίς να τα έχω δει ποτέ μου. Της μίλησα για το facebook και ότι ήμουν πολύ τυχερός γιατί είχα γνωρίσει μια υπέροχη λευκή ποντικίνα από το Ματόκο και ότι σκεφτόμουν να τη ζητήσω σε γάμο.  Τελευταίο άφησα για καλύτερο το ποντίκι και της είπα ότι οι άνθρωποι από σεβασμό έδωσαν το όνομά μας στο πιο χρήσιμο εργαλείο.
Η γιαγιά γούρλωσε τα μάτια(μάλλον αυτό το τελευταίο πρέπει να τη τρόμαξε!) και μου είπε: « Βρε αγόρι μου μη μπαίνεις σε τόσο κόπο, εγώ ένα κεφαλοτύρι ήρθα να σου φέρω που ξέρω ότι σ’ αρέσει και φεύγω γιατί έχω αφήσει και το σπίτι ξεκλείδωτο…» 
  

Δεν υπάρχουν σχόλια: