24 Ιανουαρίου 2013

Ο Μικρούλης και ο Μέγας Ποντικός - Δέσποινα Δρακάκη

Ήταν Μικρούλης ποντικός που ‘χε βιβλιοπωλείο
στη γειτονίτσα, εκεί δα, δίπλα από το σχολείο.
Είχε Μεγάλο αδερφό, μα από άλλο πατέρα,
που από την περηφάνια του, δεν πήγαινε ‘κεί πέρα.
Το μαγαζάκι του στενό μα τακτοποιημένο,
ήτανε ίδιο μπιμπελό, αν κι ελαφρώς σπασμένο.
Βιβλία είχε διαλεχτά, γραμμένα με μεράκι
που όμως αποξεχάστηκαν, όπως το μαγαζάκι.
Οι κάτοικοι της γειτονιάς  το διάβασμα πια βαριούνταν
καθώς,  χρόνος ελεύθερος; Μονάχα όταν κοιμούνταν.

Ο  Μέγας πάλι Ποντικός , μπασμένος μες στα κόλπα,
διατηρούσε «μαγαζιά» και τα ‘φερν’ όλα βόλτα.
Δάνειζε άλλους ποντικούς  παίρνοντας σκουλαρίκια
μα το ποσό που έδινε, μια χούφτ’ από φιρίκια.
Ήταν σπουδαίος και τρανός, πλούσιος και προπέτης,
και τον Μικρό αντιμετώπιζε, λες κι ήτανε επαίτης.
Είχε διασυνδέσεις  και γνωστούς, καλά όλους βολεμένους,
με χιόνι, ήλιο ή βροχή, καλά προστατευμένους.
Εμπόδιο αν κάποιος πήγαινε στον δρόμο του να βάλει
δεν θα ‘χε χρήματα μετά ούτε για τον μπακάλη.

Τ’ αδέρφια δεν βλέπονταν ποτέ, ούτε σε γιορτές ή αργίες
κι ούτε δημιούργησαν κάποτε όμορφες εμπειρίες.
Όμως, μια μέρα η μάνα τους, του ζήτησε από ‘κει να πάει,
γιατί ο Μικρούλης αδερφός δεν είχε ούτε να φάει.

Στο βιβλιοπωλείο αυτός; Ούτε να πλησιάσει!
Έτσι τον Μικρούλη κάλεσε, στη βίλα να κοπιάσει.
Δεν του ‘δωσε ούτε νερό, που ήταν’ απ’ το δρόμο,
μόνο ένα ξεροκόμματο και μια κουβέντα μόνο:
«Αν θέλεις το χατίρι της στη μάνα μας να κάνω,
το βιβλιοπωλείο δώσε μου και γέλα κι από πάνω.
Μπορείς να μένεις βέβαια μέσα στην αποθήκη,
αφού δεν ειν’ κατάλληλη ακόμα και για νοίκι».

Κι ενώ βρισκόταν σπίτι του, τριγύρω του κοιτούσε,
μήπως και πίσω απ’ τη γωνιά, κάποιος καραδοκούσε.
Ανομολόγητοι εχθροί, παντού διασκορπισμένοι,
καθώς οι δουλειές του απλώνονταν σ’ όλη την οικουμένη.
Ενώ το γεύμα του ‘φερναν, ‘κείνος αναπηδούσε
και κάθε δεύτερη μπουκιά το κινητό χτυπούσε.

Ο Μικρούλης, στο τέλος δεν άντεξε την τόση αγωνία
κι είπε να φύγει∙ αν και φτωχός , είχε μια ισορροπία.
Βγαίνοντας, Αρκούδες άγριες συνάντησ’ απ΄ τους Πόλους,
από εκείνες που ‘στελναν, να τους μαντρώσουν όλους.

Κάποιοι απ΄ τους αντιπάλους του, που είχαν σπουδαίες  πλάτες
φαίνεται  τον κατήγγειλαν  πως κλέβει τους πελάτες.
‘Η οι ίδιοι οι συνεργάτες του, τι ανάγκη είχαν πια;
Σε βάρκα τον πετάξανε, με δίχως τα κουπιά.

Έτσι η ζωή του η επίπλαστη, η ανόμως  ορισμένη
σε στάχτη και ορυμαγδό είν’ τώρα σκορπισμένη.

Όταν τον Μέγα είδε πια σε όλες τις ειδήσεις,
ανάμεσα  στις απαίσιες αυτές διαφημίσεις,
ο Μικρούλης αναφώνησε: «Για λίγες πολυτέλειες η τόση αγωνία;
Αλλά κι από ένα κάρφωμα, πάει μια περιουσία;
Ακόμα κι αν στα ράφια μου κάνουν οι αράχνες δίχτυα,
τουλάχιστον ήρεμος θα μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα».




Δεν υπάρχουν σχόλια: