24 Ιανουαρίου 2013

Ο ποντικός της εξοχής κι ο ποντικός της πόλης - Αγγελική Τζαβάρα

Σε μια γωνιά αυτού του κόσμου ζούσαν δυο ποντίκια που ήταν δευτεροξάδελφα. Ο ένας ζούσε στην εξοχή, σε ένα βουνίσιο χωριό και ο άλλος ζούσε στην πόλη, στο υπόγειο γκαράζ μιας πολυκατοικίας. Μια μέρα, ο ποντικός της εξοχής που επιθύμησε τον εξάδελφό του, τον προσκάλεσε να περάσουν μαζί μια μέρα στο χωριό.
Μια και δυο, καταφτάνει ο ξάδελφος από την πόλη με το καινούριο του τζιν και μαύρα γυαλιά για τον ήλιο που έλουζε γενναιόδωρα τη χλόη που φύτρωνε παντού στο χωριό. Αφού φιλήθηκαν, χαιρετήθηκαν και θυμήθηκαν παλιές ιστορίες, ο ποντικός της εξοχής περήφανος και περιχαρής έστρωσε το τραπέζι υποδοχής για τον εξάδελφο: παχιά τυριά από τα πρόβατα του χωριού, ζυμωτό ψωμί, φρέσκα φρούτα από το μπαχτσεδάκι του γείτονα, αυγά από το κοτέτσι του παραπάνω γείτονα. Κι έκατσαν και έφαγαν κι ευχαριστήθηκαν και τυλώσανε τις κοιλιές τους. 
–Και τώρα ξάδελφε, είπε ο ποντικός της εξοχής, πάμε για έναν μεσημεριανό υπνάκο γιατί το βράδυ έχω κανονίσει βεγγέρα προς τιμήν σου. 
–Ε, να ξεκουραστούμε τότε λιγάκι, συμφώνησε ο ξάδελφος κι από μέσα του σκεφτόταν –Βεγγέρα, μα καλά, πού βρισκόμαστε, στην εποχή του παππούλη μου; Κι ήρθε το βραδάκι και μαζεύτηκαν κι άλλα ποντίκια, άλλο έφερε κιθάρα, άλλο ακορντεόν, άλλο μαντολίνο και κάποιο έφερε μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί κι όλοι μαζί ήπιαν και τραγούδησαν κι έριξαν και μερικούς χορούς. Το άλλο πρωί, κίνησε ο ποντικός της πόλης να φύγει για το σπίτι του. –Ευχαριστώ ξάδελφε για τη φιλοξενία, είσαι μάγκας και το λέει η καρδιά σου. Όμως δεν έρχεσαι κι εσύ τώρα μια μέρα στην πόλη, να δεις πώς διασκεδάζουμε εκεί; 
–Και το ρωτάς; Μόνο σήμερα έχω να ποτίσω το περιβόλι. Αύριο θα έρθω.
Την επομένη ο ποντικός της εξοχής καταφτάνει στο σπίτι του εξαδέλφου στην πόλη. Και ο ποντικός της πόλης, σίγουρος και περήφανος για τον εαυτό του, στρώνει τραπέζι για τον εξάδελφο με γαλλικά τυριά, καπνιστό σολωμό και γλυκά με περίεργα ονόματα, τιραμισού, μιλφέιγ, τσισκέικ. 
–Ξάδελφε εδώ στην πόλη διασκεδάζουμε αργά το βράδυ γι’ αυτό μετά το φαγητό θα κάνουμε μια μεσημεριανή σιέστα είπε ο ποντικός της πόλης. 
–Ό,τι πεις εσύ του απάντησε ο εξάδελφος. Και ήλθε το βραδάκι και μαζεύτηκαν κι άλλα ποντίκια που κουβαλούσανε λάπτοπ, κινητά τηλέφωνα και άλλες ηλεκτρονικές γκατζετιές. Μπήκαν λοιπόν όλοι στο ίντερνετ και άρχισαν να παίζουν στα ηλεκτρονικά καζίνο και να παραβγαίνουν ποιος θα παίξει τα καλύτερα στοιχήματα. Μερικοί πάλι χαριεντίζονταν στις οθόνες τους με κάτι λουσάτες χαριτωμένες ποντικίνες. Δείξανε και στον ποντικό της εξοχής πώς να παίξει αυτά τα νέα για αυτόν παιχνίδια. Ένας ποντικός συντόνιζε από το δικό του λάπτοπ τη μουσική επένδυση της βραδιάς με τις τελευταίες μουσικοχορευτικές επιτυχίες.
Εκεί που διασκεδάζανε ακούγονται βήματα βαριά κι ένας ήχος σαν δυνατό ξεφύσημα.
–Τι είναι αυτό βρε παιδιά; ρωτάει ο ποντικός της εξοχής; 
Όλοι από ένα μαντίλι στη μύτη και τρεχάτε να φύγουμε. Ήρθε το συνεργείο μυοκτονίας και ψεκάζει δηλητήριο, φωνάζει ο ποντικός της πόλης. Μια φορά το χρόνο έρχονται αυτοί. Αύριο όλα θα είναι και πάλι εντάξει. 
–Εγώ εξάδελφε γυρίζω στην εξοχή που δεν έχουμε μυοκτονίες, πρόλαβε να πει ο ποντικός της εξοχής πριν το βάλει στα πόδια για το βουνίσιο χωριό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: