28 Ιανουαρίου 2013

Κάθε εμπόδιο για καλό!; - Έλενα Λιόγκα

       - Βαλέριεεεε!! Ώρα να γυρίσεις σπίτι! πόση ώρα θα σε φωνάζω, πιάστηκε η γλώσσα μου απ’ τις φωνές. Έλα, τρώμε! Έπιασε ο μπαμπάς νοστιμότατες μυγούλες, δε θα σε ξανά φωνάξω!
-     -  Έεεερχομαι φώναξε από μακριά ο Βαλέριος και σταμάτησε να κάνει τσουλήθρα πάνω στα μεγάλα νούφαρα της λίμνης.

Ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας βατράχων, κατοικούσαν σε μια αξιοζήλευτη λιμνούλα ανάμεσα σε ψηλά δέντρα, λουσμένη στον ήλιο. Ως μικρότερος, ήταν και ο πιο χαϊδεμένος, ο πιο ζωηρός μα και ο πιο γλυκός ετσι μικρός που ήταν με τεράστια μάτια και χωρίς καμία βούλα στο σώμα του. Τον γνώριζαν όλοι! Ήταν αξιαγάπητος, γνώριζε πολλά αστεία παιχνίδια, είχε μάλιστα ανακαλύψει, μυστικά μέρη για να κρύβεται με τους φίλους του και να κάνει σκανταλιές. Μια μέρα, η μαμά βατραχίνα τον φώναξε και αυστηρά του είπε:

-      - Βαλέριε, έχω κουραστεί να σε ψάχνω κάθε μέρα, ήρθε η ώρα να σε προειδοποιήσω για κάτι….. πριν απο πολλά χρόνια σε αυτή εδώ την λίμνη ο ξάδερφός μου ο Αιμίλιος ,από βάτραχος που ήταν…έγινε… άνθρωπος!

Ο Βαλέριος με γουρλωμένα μάτια φώναξε: - Ανθρωπος;;;; τι άνθρωπος; Γιατί άνθρωπος;;;  πώς άνθρωπος;;;

-      - Να, είχε έρθει, λένε, μια πολύ όμορφη πριγκίπισσα στη λίμνη. Εκείνος μαγεύτηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε να τον φιλήσει. Όταν αυτή το έκανε, εκείνος έπαψε να είναι ο Αιμίλιος και έγινε…..πρίγκιπας Αιμίλιος. Πήγαν στο παλάτι και έζησαν εκεί.

-      - Στο παλάτι;; εκεί που τρώνε τα ποδαράκια μας κάθε μέρα για μεσημεριανό;
Τρομαγμένος, γιατί δεν συμπαθούσε καθόλου τους ανθρώπους, έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς του και με δάκρυα στα μάτια είπε: θα προσέχω μανούλα, ποτέ ξανά δε θα με ψάξεις!

Ο Βαλέριος γρήγορα ξέχασε την υπόσχεσή του και έκανε ξανά τα ίδια και ακόμη χειρότερα, τώρα χανόταν ώρες ολόκληρες, έκανε μακρινές βουτιές, πηδούσε με δύναμη πάνω στα νούφαρα και με φόρα έβγαινε έξω από τη λίμνη.
Μια μέρα με καυτό ήλιο, χοροπηδώντας πάνω στα βραχάκια έκανε μια τούμπα στον αέρα και προσγειώθηκε….πάνω σε ένα τραπεζομάντηλο γεμάτο φαγητά. Είχε έρθει στη λίμνη μια οικογένεια για πικ-νικ.
-      - Αχ, μανούλα μανούλα! Κοίτα ένα όμορφο βατραχάκι! αναφώνησε μια μικρή με κοτσίδες στα μαλλιά και με μια κίνηση έπιασε τον Βαλέριο και τον έκρυψε μες στα δυο τις χέρια.
-      - Να τον κρατήσουμε; Να τον βάλουμε στη γυάλα στο σπίτι; Έτσι μου ‘ρχεται να τον φιλήσω!

Ο Βαλέριος ίσα που κρατιόταν να μην σκάσει έτσι κλεισμένος που ήταν, είχε ιδρώσει, είχαν περάσει από το μυαλό του χιλιάδες σκέψεις, θα τον φιλούσε. Θα γινόταν πρίγκιπας. Θα τον παντρευόταν. Θα του έκοβε τα πόδια και θα τα έτρωγε.. όχι όχι κάτι έπρεπε να κάνει. Άρχισε να την γαργαλάει με την γλώσσα του και κατάφερε να πέσει κάτω.

Μισοζαλισμένος, φώναξε: δε σκοπεύω να παω πουθενά! Εδώ μ’αρέσει και εδώ θα μείνω! Δε πρόκειται να σε αφήσω να με κάνεις έναν απαίσιο πρίγκιπα! Μ’ένα πήδο βρέθηκε πίσω στη λίμνη και από τότε πρόσεχε πολύ, οι τούμπες του να καταλήγουν μόνο στο νερό.



   



Δεν υπάρχουν σχόλια: