24 Ιανουαρίου 2013

Η φάκα - Ισμήνη Θεοδωροπούλου

Ήταν δυο ποντικάκια. Αδέρφια, αχώριστα.
Μεγάλωσαν σ’ένα χωριό εγκαταλελειμμένο απ’τους ανθρώπους, μα πλημμυρισμένο από ποντίκια.
Από ποντίκια παχουλά, νωθρά και καλοταϊσμένα.
Τα πρώτα χρόνια της ποντικίσιας τους ζωής τα πέρασαν σε μια ερειπωμένη αποθήκη, γεμάτη τυριά ληγμένα από χρόνια. Ζωή χαρισάμενη.
Εδώ και κάποιους μήνες όμως, οι ποντικοί της πόλης τους φέρναν τα νέα απ’την πρωτεύουσα: ο ποντικολαός πεινούσε, την ώρα που οι γάτες-δυνάστες πάχαιναν.
Όμως, να, κάτι άλλαζε: όλο ταραχές, επεισόδια και ποντικοπορείες στην πόλη!
Ο ποντικολαός στους δρόμους! Ο ποντικολαός λέει όχι στη φτώχεια και την εκμετάλλευση! Ο ποντικολαός θα ρίξει τη γατοδυναστεία!

Κανένα ποντικοχωριατόπουλο δε συγκινούνταν.
«Εμείς εδώ είμαστε ακόμα καλά, δόξα τω Ποντικοθεώ».

Μόνο το μικρό απ’τα δύο αδέρφια,
ένιωθε πως στην πόλη το περίμενε η αληθινή ζωή.
-Μη φύγεις, του φώναζε ο μεγάλος του αδερφός. Εδώ δε μας λείπει τίποτα. Είμαστε τυχεροί! Άσ’τους άλλους στην πόλη να φωνάζουν.
-Η φτώχεια έρχεται και προς τα εδώ! Πρέπει να ενωθούμε με τους ποντικούς της πόλης, να πολεμήσουμε όλοι μαζί τις γάτες!, έλεγε ο μικρός, με τη δίψα να καίει τα κατάμαυρα ποντικίσια μάτια του.
-Εμάς οι γάτες δε μας πειράζουν, έχουν χρόνια να’ρθουν εδώ! Κάτσε στ’αυγά σου!, είπε περιφρονητικά ο μεγάλος του αδερφός.
Χώρισαν μαλωμένοι.

Ο μικρός πήγε στην πόλη. Κοιμόταν σε σιχαμερούς υπονόμους για μήνες.
Πάνε τα τυριά και τα κρέατα, πάει η ζεστασιά της αποθήκης στο χωριό.
Έτρωγε μια φορά στις 3 μέρες κι έψαχνε δουλειά απελπισμένος.
Πήγαινε στις ποντικοπορείες και φώναζε με μανία.
Κάθε μέρα κετέκλυζε την πόλη ένα γκρι ποτάμι, ένα ποτάμι εξαθλιωμένων,
πεινασμένων ποντικών, ικανό να πάρει στο διάβα του όλες τις γάτες του κόσμου.
Γιατί αυτά τα ποντίκια, δεν είχαν τίποτα πια να χάσουν.

Οι γάτες-δυνάστες πάχαιναν, μα άκουγαν τα ποντίκια να ροκανίζουν το θρόνο τους.


Ώσπου μια μέρα έσκασε σαν βόμβα στη γκρι πόλη μια είδηση: ένας ζάπλουτος γατοεπιχειρηματίας ανοίγει εργοστάσιο στην πόλη! Δουλειά για όλους! Ο μικρός στριμώχτηκε στην πύλη του εργοστασίου.
Μετά από ώρες αναμονής, τον προσέλαβαν.
-Και τι θα παράγει το εργοστάσιο;, ρώτησε τη γάτα που ήταν υπεύθυνη προσωπικού.
-Φάκες.

Απελπισία πλημμύρισε τα ποντικίσια μάτια του.
Έσκυψε το κεφάλι. Μα απ’την επόμενη μέρα, όπως και κάθε μέρα,
μέχρι το τέλος της ποντικίσιας του ζωής, πήγαινε κάθε πρωί στο εργοστάσιο
κι έφτιαχνε φάκες. Με τον καιρό το συνήθισε, δεν τον πείραζε.
Ούτε τ’άλλα ποντίκια –τα περισσότερα- τα πείραζε.
Αρκούσε που είχαν μια μπουκιά τυρί να φάνε.
«Κι ευχαριστώ πρέπει να λέμε στις γάτες,
που αντί να μας τρώνε, μας δίνουν δουλειά», σκεφτόταν ο μικρός.
Η φωτιά στα ποντικίσια μάτια του είχε πια σχεδόν σβήσει.

Απ’ το χωριό έπαιρνε πού και πού νέα: το είχε ρημάξει πια κι αυτό η πείνα.
«Είχα δίκιο», σκεφτόταν. «Ο αδερφός μου θα το’χει καταλάβει πια».

Ώσπου μια μέρα, εκεί που καθόταν στο βρομερό υπόνομο που αποκαλούσε σπίτι του, του ήρθε η είδηση: ο αδερφός του είχε παγιδευτεί σε μια φάκα πρωτευουσιάνικη. Μια φάκα κατασκευασμένη σ’ένα απ’τα πολλά εργοστάσια της ποντικούπολης. Ίσως και στο εργοστάσιο που δούλευε ο ίδιος.

Ο αδερφός του είχε χαθεί για πάντα.
«Πόσο δίκιο είχα», είπε κλαίγοντας με λυγμούς.

Και τότε ο μικρός αδερφός, στα γεράματά του, κατάλαβε πως δεν αρκεί να έχεις δίκιο. Πρέπει να το δίκιο σου να το διεκδικείς. Ανυποχώρητα.


Κι οι γάτες-δυνάστες πάχαιναν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: