24 Ιανουαρίου 2013

Δυο ποντικοί - Μαγδαληνή Θεοχάρη

Ένας ποντικός παχύς,
ποντικός της εξοχής,
τρώει, πίνει και γυρίζει
και το βράδυ όλο σφυρίζει
τραγουδάει με τη κυρά του
και μαλώνει τα παιδιά του.

Γραμμα παίρνει από την πόλη,
που 'ναι οι συγγενείς του όλοι,
“Ξάδερφε έρχομαι εκεί,
εκειδά στην εξοχή,
το αέρα μου να πάρω,
ξένοιαστος να σουλατσάρω”.

Είναι ο άλλος ποντικός,   
ξάδερφος, αστός σωστός,
μ' ένα φίνο μουστακάκι
κι ένα γκρι ριγέ σακάκι
με ημίψηλο και φράκο,
μα στη τσέπη ούτε φράγκο.

Επισκέπτεται πολλούς
πύργους, λέει, θαυμαστούς,
μα γατιά τον κυνηγάνε,
σκύλοι θέλουν να τον φάνε,
και απ' τις φάκες ξεγλιστρά
όταν τρέχει στα τυφλά.

Μια και δυο κινάει να 'ρθει
στην ωραία εξοχή,
ν' απολαύσουν τα τυριά τους
να τσουγκρίσουν στην υγειά τους,
απ' της πόλης τη βουή
στου ξαδέρφου την αυλή.

Κι έτσι τρώγουνε και πίνουν
τραγουδάνε και ξεδίνουν,
ώσπου λέει ο αστός,
σοβαρός και κορδωτός:
'Ξάδερφε δεν είν' ζωή,
χωρίς στάλα αισθητική!”

“Χωρίς φίνες πορσελάνες,
κρύσταλλα, χρυσές λεκάνες,
τσιμπιδάκια για εσκαργκώ
και αυγουλιέρα για το αυγό,
πως μπορείς έτσι να ζεις
και να ευχαριστηθείς;”

Μα ο άλλος απαντά:
“Ξάδερφε! πολλά λεφτά
θέλουνε τα λούσα αυτά,
και στο λέω ορθά κοφτά,
πως εσείς εκεί στη πόλη
μέρα νύχτα τρέχετε όλοι.

Κάλλιο λίγα να 'χω πλούτη,
και χαρά στη ζήση ετούτη,
παρά σκύλοι και γατιά
να με κάνουν μια χαψιά,
απ' της πόλης τη χλιδή
προτιμώ την εξοχή”.




Δεν υπάρχουν σχόλια: