11 Φεβρουαρίου 2013

Η Επιστροφή - Μαριέττα Κόντου

   Οι δυο λύκοι στέκονται  βουβοί, σε μια σιωπή παράξενη, ξένη με ό,τι προηγήθηκε. Ανίκητοι και νικημένοι μαζί.  Ο Κατράν ακίνητος, τα τεράστια πόδια του, στιβαρά και μεγάλα μένουν ακούνητα σαν πέτρινα, οι μυς του ακόμη τεντωμένοι, το σβέρκο του στητό, η ανάσα του γρήγορη και η επιθετικότητα δεν έχει σβήσει τελείως από τη μουσούδα τους αν και πλέον στέκεται γαλήνιος και απόλυτος κυρίαρχος της στιγμής. Ο μεγάλος αδελφός.

   Ο Παμούκ ανοίγει  τα μάτια του σιγά. Η γνωστή μουσούδα στη ράχη του να τον παρηγορεί. Το γνωστό βλέμμα να τον κοιτά και να του δείχνει στοργή. Από μικρός το θυμάται αυτό το κίτρινο διαπεραστικό βλέμμα, πιο φωτεινό και λαμπερό στο σκοτάδι. Τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Τη λευκή γραμμή στο  χνουδωτό κεφάλι που έφτανε και αγκάλιαζε τη ράχη του. Τεράστιος και επιβλητικός. Πάντα τον θαύμαζε. Τώρα τον αγαπά. Το πόδι ακόμη δεν το νιώθει, σα να μην είναι εκεί. Τι τον νοιάζει; Είναι ο αδελφός του εκεί και αυτό έχει σημασία. Ανοίγει και κλείνει τα μάτια πολλές φορές για να συνηθίσει το φώς.  Τελικά τα κλείνει εξαντλημένος και ένα δάκρυ κυλά. Ναι και οι λύκοι κλαίνε, από ευτυχία…
   Ο μεγάλος αδελφός δε θα φύγει από δίπλα του παρά μόνο όταν ο Παμούκ σταθεί στα πόδια του ξανά. Όρθιος και ήρωας.  Διεκδικητής και νικητής της πιο πολύτιμης σχέσης που δεν τη πρόδωσε ούτε στιγμή. Και ο Κατράν νιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτό.
   Πίσω στη Λυκόπολη οι ετοιμασίες έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί για τη υποδοχή των δύο πολεμιστών. Ο καιρός πέρασε αργά και γρήγορα μαζί αλλά γεμάτος αγωνία για την τύχη τους. Βαθιά μέσα τους όλοι τους πίστευαν. Οι γέροντες σοφοί το επιβεβαίωναν: «…όσος χρόνος κι αν περάσει, θα γυρίσουν πίσω νικητές!». Όταν όμως ο χρόνος άρχισε να κυλά πιο αργά και οι σκέψεις αγωνίας έγιναν περισσότερες από τις αισιόδοξες, όταν τα μικρά χνουδωτά λυκόπουλα που άφησαν πίσω τους ο Κατράν και ο Παμούκ έγιναν λύκοι και η εικόνα τους άρχισε να γίνεται πιο θολή στη μνήμη όλων, τότε ο Κράλ στράφηκε στη σελήνη και τ’ άστρα.  Και’  κείνη του απάντησε : « στο επόμενο τέλειο γέμισμά μου, οι πολεμιστές σου θα είναι εδώ». Και ήταν.
   Τη μέρα της επιστροφής τους δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Μόνο τα καινούργια λυκόπουλα της αγέλης που δεν τους είχαν καν γνωρίσει, κατεβαίναν την πλαγιά του λόφου κουτρουβαλώντας  σαν τριχωτές μπάλες χωρίς ουρά και χωρίς κεφάλι, βγάζοντας μικρούς πολεμικούς βρυχηθμούς και δαγκώνοντας ο ένας του αλλουνού το σβέρκο. Μελλοντικοί σύντροφοι κι αυτοί ή αντίπαλοι…
   Οι αρσενικοί της αγέλης παρατεταγμένοι σε τέλειους σχηματισμούς. Άλλοι με κρυφό ή φανερό θαυμασμό για τους δυο ήρωες και άλλοι με ζήλια για τη διάκριση και τη τιμή που θα απολάμβαναν με τη επιστροφή τους οι δυο πολεμιστές. Ίσως όμως κανείς δεν είχε καταλάβει ή φανταστεί το τι πραγματικά είχε συμβεί και ίσως ποτέ να μην κατάφερναν και οι ίδιοι να μιλήσουν γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα κανείς δε γνώριζε τον αληθινό λόγο της απουσίας τους. «Μια σημαντική αποστολή», τους είπαν , και ήταν αρκετό για να το πιστέψουν. Μόνο μύθοι, θρύλοι και παραμύθια που τα αφηγούνταν από ‘κει και πέρα οι μεγαλύτεροι στους μικρότερους αλλά πάντα εικασίες…
   Ο Κράλ τους περιμένει και αγωνιά. Με την απουσία τους ένιωθε πιο μόνος και πιο αδύναμος. Αυτό δεν θα το παραδεχτεί ποτέ και σε κανέναν. Τους χρειάζεται. Είναι φορές που μετανιώνει που τους έστειλε που νιώθει δειλός που δεν το έκανε ο ίδιος για τον εαυτό του. Κι άλλοτε πάλι βρίσκει χίλιες δικαιολογίες για να πείσει τον αυτό του ότι δεν γινόταν διαφορετικά. Εκείνος έπρεπε να βρίσκεται εκεί για να κυβερνά τη Λυκόπολη, να εκπαιδεύει το στρατό, να προστατεύει τα θηλυκά και τα μικρά. Τις στιγμές όμως εκείνες που είναι ειλικρινής με τον εαυτό του καταλαβαίνει ότι κάτι μεγάλο εκεί έξω το έχασε. Κάτι που το περιμένει έτοιμο, να του το φέρουν τα παλικάρια του.
   Μια βοή ακούγεται από τη Λυκόπολη, σαν ιαχή και καλωσόρισμα μαζί, δυνατή και χαρακτηριστική, αυτή που ξεχώριζε και ξεχωρίζει πάντα τους λύκους από τα άλλα ζώα. Ο Παμούκ και ο Κατράν αφήνονται στην ζεστή και εκδηλωτική υποδοχή με υπομονή και ανακούφιση. Γλυψιές, γρυλίσματα και χαρούμενες δαγκωνιές έρχονταν από παντού και εκείνοι ανταποδίδουν. Και ύστερα αποσύρονται να συναντήσουν το βασιλιά τους.
   Τα άδεια μπροστινά πόδια τους πρόσεξε πρώτα ο Κράλ και κάτι έσπασε μέσα του. Ήλπιζε ότι κάτι θα του είχαν φέρει. Όμως τίποτα δεν κουβαλούσαν μαζί τους. Του μίλησαν για όλα ή σχεδόν για όλα. Για το χρυσό που για λίγο τους έκανε εχθρούς, για το αθάνατο νερό που τελικά τόσους κινδύνους έκρυβε, για τα μαγικά που τους εμπιστεύτηκε ο αλχημιστής του Μαγικού Βουνού, για τις ατελείωτες περιπέτειές τους και το μεγάλο μυστικό που τους ένωνε και η θεά των λύκων τους αποκάλυψε. Τίποτα από αυτά δεν του έκανε έκπληξη, δεν ήταν η λύση στο πρόβλημά του.  Περίμενε κάτι άλλο, κάτι μεγάλο που θα τον έβγαζε από την αγωνία του. Οι δυο λύκοι σταμάτησαν τη αφήγηση και τον κοίταξαν σιωπηλοί. Απογοητευμένοι από εκείνον που δεν καταλάβαινε και ‘κείνος απογοητευμένος απ’ αυτούς που δεν τα κατάφεραν.
-     Και το μυστικό εκείνο που θα με έκανε ολοκληρωτικά λύκο και θα με  απάλλασσε από τη σκυλίσια μου φύση; ρώτησε απελπισμένος.
-   Αυτό ακριβώς είναι που σε κάνει τόσο πολύτιμο! Του απάντησε ο Κατράν. Η δυαδική σου φύση, η σκυλίσια και λυκίσια μαζί είναι η ίδια η φύση  του φιλοσοφικού υδραργύρου, τα πρωταρχικά νερά, η παρθένα ύλη στους κόλπους της οποίας βρίσκονται κρυμμένες όλες οι μορφές της εκδηλωμένης ζωής. Είναι το φιλοσοφικό νερό. Είναι αυτή που σε κάνει σπάνιο, χρήσιμο και ξεχωριστό ανάμεσά μας. Τα λεπτά χαρακτηριστικά του σκύλου, η εξυπνάδα και η εκπληκτική του ικανότητα να προσαρμόζεται σε συνδυασμό με τη δύναμη, την περηφάνια και τη αντοχή του λύκου είναι που σε κάνουν τόσο σπάνιο ηγέτη. Είναι αυτά που θα έπρεπε να σε κάνουν περήφανο και όχι να ντρέπεσαι. Η θεά των λύκων περιμένει από σένα να κάνεις το σωστό και να τιμήσεις αυτό το θησαυρό. Εσύ ξέρεις τι πρέπει να κάνεις…
   Οι δυο λύκοι είχαν κάνει το χρέος τους. Και κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Έφυγαν μαζί, όπως ήρθαν, μόνο που ο ένας πια κούτσαινε και ο άλλος δεν έβλεπε τόσο καλά. Άφησαν τον Κράλ μόνο.
   Κι εκείνος δεν κουνήθηκε, δεν είπε λέξη. Έμεινε εκεί, μαρμαρωμένος, σα χαμένος, δυο μέρες. Ο Παμούκ και ο Κατράν κάτι είχαν χάσει και κάτι είχαν κερδίσει, μόνο που αυτό που έχασαν, το δώρισαν, το θυσίασαν για κάτι μεγαλύτερο, πιο σημαντικό και πολύτιμο. Ούτε μια στιγμή δεν είδε στο βλέμμα τους το φόβο. Και αυτό το ζήλεψε. Το ήθελε και ΄κείνος.
   Την τρίτη μέρα εμφανίστηκε μπροστά στην αγέλη, κουρασμένος μα ήρεμος και χωρίς το παραμικρό ίχνος φόβου ξεκίνησε να τους λέει:
-          Θέλω να σας πω μια ιστορία. Τη δική μου ιστορία…

Δεν υπάρχουν σχόλια: