11 Φεβρουαρίου 2013

Ο τελευταίος λύκος - Έλενα Λιόγκα


       ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1.       Αγία  Παρασκευή
( τόπος στον οποίο ζει ο Κίμων Φιλοκτήτης μοναδικός κάτοικος του ερειπωμένου πια χωριού. Η ζωή και η πορεία του μέχρι το 1972 όπου αποφάσισε να φύγει από το χωριό και να εγκατασταθεί στην εγκαταλελειμμένη περιοχή της Αγίας Παρασκευής μόνος του.)


2.      Κυνηγώντας μοναξιές
 (βιβλία και βινύλια από τα παλιά..οι μοναδικοί του φίλοι. Έχει αρχίσει τους καθημερινούς περιπάτους στο βουνό, θυμήθηκε την αγαπημένη του ενασχόληση με το κυνήγι και αποφεύγει πεισματικά να παίρνει πια τον κατήφορο που οδηγεί στους ανθρώπους.. Γιατί άραγε;)


3.      Ήχοι καλωσορίσματος
( ο καθημερινός περίπατος μετατρέπεται σε μια αναπάντεχη έκπληξη  που θα αλλάξει ραγδαία όλη την μέχρι τώρα καθημερινότητά του. Ακολουθεί ενστικτωδώς το ουρλιαχτό για να αντικρύσει…  )

4.      Canis lupus
(αποφασισμένος ο γερό-Κίμωνας αναλαμβάνει το μεγάλωμα του λύκου σαν πατέρας. Μια δυνατή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους.)

5.      Απών
(ο λύκος έχει εξαφανιστεί. Είναι η πρώτη φορά. Ο γερό-Κίμωνας ψάχνει μανιωδώς σε όλα τα μέρη που πίστευε πως μπορεί να πήγαινε, χωρίς αποτέλεσμα. Αποφασίζει να κατέβει προς το χωριό ύστερα από πολλά χρόνια μήπως και αποσπάσει κάποια πληροφορία, μήπως μάθει κάτι χρήσιμο. Μια επίσκεψη όμως θα φέρει τα πάνω κάτω.)

6.      Διλήμματα
( οι εθελοντές έρχονται με καλό σκοπό. Μιλούν ώρες και εξηγούν στον Κίμων Φιλοκτήτη την σπανιότητα του λύκου και την ανάγκη να διασώσουν το είδος. Να δώσει την έγκρισή του; Να τους τον δώσει; Να τους εμπιστευτεί; )

7.        Βαριές ανάσες
( ο γερό –Κίμωνας έχει μπροστά του μια εβδομάδα να ζήσει όπως συνήθιζε με τον φίλο του και η απόφαση που είναι δύσκολο να παρθεί.)

8.      9:40 
(η υγεία του γερό-Κίμωνα όσο πάει και χειροτερεύει, η απόφαση έχει παρθεί. Οι εθελοντές έρχονται στην ώρα τους και όλα είναι προγραμματισμένα ακριβώς όπως τον είχαν ενημερώσει. Ο Λύκος όμως;)

9.      Τρίτος δρόμος αριστερά
(όλα γίνονται για καλό, ο Κίμων Φιλοκτήτης έχει αναρρώσει, ξέρει πως έτσι θα ναι καλύτερα όσο δύσκολο και αν είναι. Τα ταξίδια ποτέ δεν τα «συμπάθησε» όμως αυτή την φορά έκανε την υπέρβαση και επισκέφθηκε τον λύκο του.)

10.  Ευτυχισμένες μέρες
(Ο Κίμων Φιλοκτήτης συμπληρώνει την τελευταία σελίδα του ημερολογίου του με ένα γράμμα.  Γράμμα για ένα λύκο.)



                                                ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
                                                         Canis lupus
  Κοντά στα ογδόντα δυο ο γερό-Κίμωνας με δυσκολία κουβαλούσε το ίδιο του το κορμί μα η εικόνα που είχε τώρα μπροστά του, δεν του άφηνε το παραμικρό περιθώριο να σκεφτεί τίποτα, ούτε τον ίδιο. Σκύβει βιαστικά και πιάνει όσο πιο μαλακά μπορεί με τα δυο του ροζιασμένα χέρια τον μικρό λύκο. Σηκώνεται με δυσκολία δαγκώνοντας ελαφρώς τα χείλη του, κοπιάζει να στηριχθεί, να κρατήσει ισορροπία και τα καταφέρνει. Έπρεπε να τον βοηθήσει, σκόπευε να θεραπεύσει το τραύμα του γρήγορα, πριν χάσει και άλλο αίμα. Ούτε μια στιγμή δεν άγγιξε κάτι από το είναι του, ο φόβος. Φόβος, μπροστά σ’ αυτό το άγριο από την φύση του ζώο. Το μόνο που αποτυπώθηκε στα ξεθωριασμένα μπλε του μάτια, ήταν εκείνα τα μελαγχολικά γκρίζα του λύκου που τον κοιτούσαν μισάνοιχτα. Κρατώντας τον σφιχτά, με το ένα χέρι το κεφάλι και με το άλλο τα πόδια του ενωμένα, άρχισε να κατηφορίζει τον λόφο με βήμα γοργό αλλά σταθερό.
 Φτάνοντας στο σπίτι λαχανιασμένος, κοντοστάθηκε στη σιδερένια καγκελόπορτα άπλωσε το δεξί του πόδι και της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά για ν’ ανοίξει. Ύστερα, με τον αγκώνα τράβηξε τον σύρτη και μπήκε στο σπίτι. Ακούμπησε προσεχτικά τον πληγωμένο λύκο στο περβάζι της κουζίνας κάτω από το παράθυρο μέχρι να φέρει το κουτί με τις γάζες που ήταν στο ντουλάπι. Γονάτισε μπροστά του, περιποιήθηκε στοργικά το τραύμα του, καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς ο μικρός λύκος υπέφερε και με δυσκολία τον κρατούσε σε σταθερή θέση. Όταν τελείωσε, τον έβαλε να ζεσταθεί πάνω στην πράσινη κουβέρτα μπροστά από το τζάκι. Αναστέναξε με ικανοποίηση, τον χάιδεψε πάνω από τα μάτια, χαμογέλασε ελαφρώς και κάθισε στην κουνιστή καρέκλα ακριβώς απέναντί του. Έμεινε έτσι να τον κοιτάζει μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Οι μέρες περνούσαν με τον μικρό λύκο να γίνεται κάθε μέρα και καλύτερα. Ο γερό-Κίμωνας, του άλλαζε τακτικά τις γάζες και φρόντιζε να του κουνά το πόδι για να παρατηρεί πόσο δυναμώνει. Τις μέρες ανάρρωσης, συνήθιζε να διαβάζει χαμηλόφωνα ένα αγαπημένο του βιβλίο υπό τον ήχο κάποιας μελωδίας, έχοντας στα πόδια του τον λύκο. Όλον αυτό τον καιρό τον είχε κρατήσει σπίτι. Ήταν αδύνατο να τον αφήσει, ήθελε να βεβαιωθεί πως θα γίνει καλά και μετά θα τον επέστρεφε εκεί που τον βρήκε.  
Σιγά- σιγά άρχισαν και τους περιπάτους. Μπρος ο γερό – Κίμωνας, πλάι του κουτσαίνοντας ο λύκος. Ήξερε πολύ καλά πως σπίτι του ήταν η φύση και προσπαθούσε να τον προσαρμόσει ξανά σ’ αυτό το περιβάλλον. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μπροστά του ελευθέρωνε κανένα κουνέλι που μόλις είχε πιάσει στο κυνήγι, για να δει πως θα αντιδράσει στο έτοιμο θήραμα. Ο λύκος δεν του φανέρωσε ποτέ ως τότε καμιά αγριάδα καμία επιθετικότητα. Τα χρώματά του, τα μάτια του το σώμα του οι ήχοι του, δεν τον φόβισαν ποτέ, δεν μπορούσε να το εξηγήσει.
Η ζωή του, είχε αλλάξει, είχε χρωματιστεί με μια πινελιά που στο πέρασμά της άφηνε ίχνη πηγαίας χαράς και δοτικότητας.
Όταν πια το πόδι του είχε δέσει, αποφάσισε στην πρωινή τους βόλτα να τον απελευθερώσει από τις γάζες και να τον αφήσει να τρέξει. Όσο ο λύκος θα εξερευνούσε την περιοχή, εκείνος θα επέστρεφε σπίτι. Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα έκανε το ίδιο. Τον άφηνε μόνο του και επέστρεφε σπίτι, σαν ένα είδος δοκιμασίας και προσαρμογής. Μα τα πράγματα δεν ήρθαν όπως εκείνος τα υπολόγιζε, μα όπως τα υπολόγισε ο φίλος του… Κάθε μέρα, την ίδια ώρα ερχόταν έξω από το σπίτι, ακουμπούσε την υγρή του μουσούδα στο παράθυρο και προσπαθούσε να το γρατζουνίσει. Ο γερό-Κίμωνας που συνήθως καθόταν στην αγαπημένη του κουνιστή καρέκλα τον έβλεπε και έβγαινε να τον καλημερίσει. Άφηνε μεμιάς το πλατύ του χαμόγελο να φωτίσει όλες τις ρυτίδες του προσώπου του, έσκυβε τον αγκάλιαζε και σαν ανταπόδοση ο λύκος τον έγλυφε στο μάγουλο. Έτσι, ξεκινούσαν μαζί την πρωινή βόλτα. Ο ένας είχε γίνει η καλύτερη παρέα για τον άλλο. Ο λύκος δε, πάντα τον γυρνούσε πίσω και δεν έφευγε αν δεν τον έβλεπε να μπαίνει στο σπίτι και να ανάβει το φως.
Πέμπτη 13 Φλεβάρη ώρα 6:00πμ.  Ο γερό –Κίμωνας ξύπνησε πρωί όπως πάντα, ντύθηκε ζεστά, έφτιαξε λίγο τσάι και περίμενε τον φίλο του να εμφανιστεί στο παράθυρο.  Η ώρα περνούσε και…
«Σα να χει αργήσει σήμερα…» συλλογίστηκε……

Δεν υπάρχουν σχόλια: